- πίτυρο
- τοβλ. πίτουρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek
πίτερο — το, Ν βλ. πίτυρο … Dictionary of Greek
πίτουρο — το, Ν βλ. πίτυρο … Dictionary of Greek
πιτυρ(γ)ιάζω — Ν πάσχω από πιτυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρο + κατάλ. ιάζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αρχ. κατάλ. ιάω / ιώ), πρβλ. ψωρ ιάζω] … Dictionary of Greek
πιτυρίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. ἐλαία) είδος μικρής ελιάς όμοιας στο χρώμα με το πίτυρο η οποία συλλεγόταν και συσκευαζόταν πριν να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς, πιτυ ίς)] … Dictionary of Greek
πιτυροειδής — ές, ΝΜΑ ο όμοιος με πίτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + ειδής*] … Dictionary of Greek